- καταβατικός
- -ή, -ό (AM καταβατικός, -ή, -όν) [καταβαίνω]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάβαση2. φρ. «καταβατικός άνεμος» — άνεμος που κινείται προς τα κάτω, κατά μήκος τής πλαγιάς ενός βουνού, λόγω τής βαρύτηταςμσν.φρ. «καταβατική σπαθέα» — χτύπημα από πάνω προς τα κάτωαρχ.αυτός που παρέχει εύκολη κατάβαση.επίρρ...καταβατικῶς (Α)με καθοδική ή αφαιρετική μέθοδο ή λειτουργία («ψυχὴ καταβατικῶς νοοῡσα τὰ πράγματα», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.